- αχώριστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι.2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι.3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα συνθετικά λέξεων και ποτέ μόνα τους: δύσ-τυχος, ά-τυχος, ερί-τιμος κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.