αχώριστος

αχώριστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε χωρίζει ή δεν μπορεί να χωρίσει: Χρόνια τώρα είναι φίλοι αχώριστοι.
2. αυτός που δεν πήρε διαζύγιο: Πήγαν στα δικαστήρια, αλλά είναι ακόμη αχώριστοι.
3. (γραμμ.), «αχώριστα μόρια», λεξίδια που απαντούν μόνο ως πρώτα συνθετικά λέξεων και ποτέ μόνα τους: δύσ-τυχος, ά-τυχος, ερί-τιμος κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀχώριστος — not parted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχώριστος — η, ο (AM ἀχώριστος, ον) 1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος 2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι νεοελλ. (για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε αρχ. εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀχωρίστως — ἀχώριστος not parted adverbial ἀχώριστος not parted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχώριστον — ἀχώριστος not parted masc/fem acc sg ἀχώριστος not parted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστοις — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστου — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστους — ἀχώριστος not parted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστων — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχωρίστῳ — ἀχώριστος not parted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχώριστα — ἀχώριστος not parted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”